- πλασμίδιο
- το, Ν(μικρβλ.) εξωχρωματοσωμικό γενετικό στοιχείο που απαντά σε πολλά βακτηριακά στελέχη και είναι μόριο κυκλικού δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος, όχι απαραίτητο για τη ζωή τού βακτηρίου, το οποίο όμως μπορεί να προσφέρει σε αυτό κάποιο επιλεκτικό πλεονέκτημα.
Dictionary of Greek. 2013.