πλασμίδιο

πλασμίδιο
το, Ν
(μικρβλ.) εξωχρωματοσωμικό γενετικό στοιχείο που απαντά σε πολλά βακτηριακά στελέχη και είναι μόριο κυκλικού δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος, όχι απαραίτητο για τη ζωή τού βακτηρίου, το οποίο όμως μπορεί να προσφέρει σε αυτό κάποιο επιλεκτικό πλεονέκτημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

  • διαγονιδιακοί οργανισμοί — Οργανισμοί που έχουν ενσωματώσει στο γονιδίωμά τους ξένο DNA. Ονομάζονται και γενετικά τροποιημένοι οργανισμοί. Το ξένο DNA αποκαλείται διαγονίδιο και η όλη διαδικασία διαγονιδιακή τεχνολογία ή διαγένεση. Η μεθοδολογία των δ.ο. αναπτύχθηκε και… …   Dictionary of Greek

  • ρεπλικόνιο — το, Ν βιολ. τμήμα τού νουκλεϊκού οξέος που μπορεί να διπλασιαστεί ως αυτόνομη ενότητα υπό τον δικό του έλεγχο στο βακτηριακό χρωματόσωμα, στο γονιδίωμα τών ιών, στο πλασμίδιο ή σε τμήμα τού χρωματοσώματος τών ευκαρυωτικών οργανισμών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”